- γρίπιση
- [-ις (-εως)] η1) ловля рыбы сетью, неводом; 2) траление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρίπιση — η [γρίπος] έρευνα τού βυθού με μηχανικά μέσα για τον εντοπισμό βυθισμένων αντικειμένων … Dictionary of Greek